ἀντιλέγει

ἀντιλέγει
ἀντιλέγω
speak against
pres ind mp 2nd sg
ἀντιλέγω
speak against
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • орать — I орать I пахать , орю, орёшь, укр. орю, орати, др. русск., ст. слав. орати, орѭ ἀροτριᾶν (Остром.), болг. ора, сербохорв. о̀рати, о̀ре̑м, словен. orati, оrа̑m, orjem, чеш. orati, слвц. оrаt᾽, польск. оrаc, orzę, в. луж. worac, н. луж. woras.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αντιλογικός — ή, ό (Α ἀντιλογικός, όν) αυτός που του αρέσει να αντιλέγει, ο εριστικός νεοελλ. ο αντίθετος προς τη λογική αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο αντιλογικός ο εξασκημένος στην αντιλογία, ο σοφιστής 2. το θηλ. ως ουσ. η ικανότητα στην αντιλογία, η ευχέρεια… …   Dictionary of Greek

  • αντιρρησίας — ο αυτός που έχει τη συνήθεια να φέρνει αντιρρήσεις, να αντιλέγει …   Dictionary of Greek

  • εναντιολόγος — ο αυτός που αντιλέγει, αντιρρησίας, πνεύμα αντιλογίας …   Dictionary of Greek

  • εναντιοποιολογικός — ἐναντιοποιολογικός, ή, όν (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λέει τα αντίθετα, να αντιλέγει …   Dictionary of Greek

  • αντιλέγω — αντίλεξα, αντιμιλώ, κοντραστάρω: Αυτός σχεδόν πάντα αντιλέγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναντιολόγος — α, ο που αντιλέγει, που είναι πνεύμα αντιλογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ar-5 —     ar 5     English meaning: to refuse; to lie     Deutsche Übersetzung: “verweigern, leugnen”?     Note: (with n formant)     Material: Gk. ἀρνέομαι (*ἀρνε F ομαι) “ refuses “, ἄπαρνος, ἔξαρνος “ refusing, denying everything “, ἀρύει ἀντιλέγει… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ōr-, ǝr- —     ōr , ǝr     English meaning: to speak; to call     Deutsche Übersetzung: “reden, rufen”     Material: O.Ind. üryati “preist” (?); Gk. Att. ἀρά: (*αραFᾱ), Hom. ἀρή “prayer” (*αρFά̄, compare ark. κάταρFος “verflucht”), whereof ἀράομαι “bete,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”